-
1 καταῤ-ῥάπτω
καταῤ-ῥάπτω, zusammennähen, einnähen; διφϑέρας D. Sic. 17, 45; λίϑον πολυτιμότατον εἰς τὴν ζώνην κατέῤῥαψεν Plut. Ant. 81; a. Sp.; – übertr., einfädeln, anzetteln, Πενϑεῖ καταῤῥάψας μόρον Aesch. Eum. 26.
-
2 καταρραπτω
1) обшивать, обтягиватьθύρη, κατερραμμένη ῥίπεϊ καλάμων Her. — щит, обтянутый тростниковым плетением
2) вшивать3) сшивать(διφθέρας Diod.)
4) затевать, устраиватьλαγὼ δίκην Πενθεῖ καταρράψας μόρον Aesch. — (Вакх), заставивший Пентея погибнуть смертью зайца
-
3 καταρράπτω
II stitch tight,τι ἔς τι Hp. Acut.21
; sew up, Thphr.HP9.5.3; λίθον εἰς τὴν ζώνην κ. Plu.Ant.81; in Surgery, Gal.14.783:—[voice] Pass., Aen.Tact.31.4;καταρρᾰφῆναι ἐν μηρῷ Agatharch.7
;τοῖς δέρμασι Sor.1.68
.2 metaph., devise, compass,Πενθεῖ καταρράψας μόρον A.Eu.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρράπτω
См. также в других словарях:
καταρράπτω — (AM, Α και καταράπτω) συρράπτω, στερεώνω με ραφές («θύρη κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» πόρτα ραμμένη με πλέγμα από καλάμια, Ηρόδ.) αρχ. μηχανεύομαι, παρασκευάζω («Πενθεῑ καταρράψας μόρον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek